- φετρ
- το, Νάκλ.1. είδος χονδρού υφάσματος από πεπιεσμένες τρίχες διαφόρων ζώων, κετσές2. συνεκδ. καπέλο κατασκευασμένο από το παραπάνω ύφασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feutre «χοντρό ύφασμα, κετσές» < φράγκικο filtir].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.